τελώνιο

τελώνιο
Κατά τις δοξασίες των ανατολικών λαών, τα τ. είναι δαιμονικά όντα, προικισμένα με μεγάλη μεταμορφωτική δύναμη και όχι πάντα βλαβερά για τον άνθρωπο. Τους αρέσει να πειράζουν τους ανθρώπους. Μπαίνουν νύχτα στα σπίτια, παίρνουν αυτούς που κοιμούνται και τους μεταφέρουν σε μακρινούς τόπους, για να διασκεδάσουν με την έκπληξη, την οποία θα αισθανθούν όταν ξυπνήσουν, ή κρύβουν επίτηδες σκεύη και άλλα αντικείμενα του σπιτιού, για vα απασχολήσουν και να εκνευρίσουν τον ιδιοκτήτη. Παρουσιάζονται με τη μορφή γάτας, σκύλου, πίθηκου ή άλλων ζώων ή ακομα με τη μορφή κοινών ανθρώπων, πελώριων και τρομερών στην όψη. Ζουν συνήθως μέσα σε φρεάτια, σπηλιές, ερείπια κ.α. Έχουν γενικά πολλές ομοιότητες με τα τζίνια, τους βρυκόλακες, τους καλικάντζαρους, τα χαμοδράκια, τους ανασκελάδες κ.ά. Στην εκκλησιαστική γλώσσα τ. ονομάζονται τα πονηρά πνεύματα, τα οποία συναντούν οι ψυχές όταν φεύγουν από τον κόσμο. Τα πνεύματα αυτά ανακρίνουν τις ψυχές και αυτές των δικαίων τις παραδίδουν στους αγγέλους, οι οποίοι τις οδηγούν στον Παράδεισο, εκείνες των αδίκων τις στέλνουν στον Άδη.
* * *
το / τελώνιον, ΝΜΑ
νεοελλ.-μσν.
δαιμόνιο, στοιχειό, αερικό, πονηρό πνεύμα (α. «σαν το τελώνιο το παμπόνηρο τού μύθου», Ζερβ.
β. «ἀναφερόμενοι εὐρίσκουσι τελώνια φυλάττοντα... τὴν άνοδον», Αμάρτ. Γ.)
νεοελλ.
στον πληθ. τα τελώνια
ναυτ. τα φώτα τών Διοσκούρων, δηλαδή φωσφορίζον πυρ που εμφανίζεται σε περίπτωση θύελλας στα άκρα τών ιστών και τών κεραιών
αρχ.
1. ο τόπος όπου πληρώνονται τα τέλη, τελωνείο
2. ο τελωνειακός δασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελώνης. Η νεοελλ.-μσν. σημ. της λ. «δαιμόνιο, στοιχειό» προέρχεται από λαογραφικές δοξασίες για την ύπαρξη πονηρών πνευμάτων μεταξύ ουρανού και γης που ζητούν λόγο από τις ψυχές τών νεκρών και συνάπτουν έριδες με τους αγγέλους που συνοδεύουν τις ψυχές].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τελώνιο — το 1. τελωνειακός δασμός. 2. πονηρό πνεύμα, δαιμόνιο, στοιχειό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στοιχειό — Χρησιμοποιείται συνηθέστερα στον πληθυντικό: στοιχειά. Όντα της νεοελληνικής λαϊκής μυθολογίας. Σύμφωνα με τις παλιότερες λαϊκές παραδόσεις, σ. έχουν τα σπίτια, οι σπηλιές, τα χωράφια, τα πηγάδια. Συνήθως βγαίνουν τη νύχτα, με διάφορες μορφές: ως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”